Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καύης
Καύκασος
καυλός
καῦμα
καυματίζομαι
καυνάκης
Καῦνος
καυσίᾱ
καύσιμος
καῦσις
καῦσος
καύστειρα
καυστός
Καΰστριος
καύσω
καύσων
καυτήρ
καυτός
καυχάομαι
καύχη
καύχημα
View word page
καῦσος
καῦσοςουm burning feverArist.

ShortDef

bilious fever
burning heat

Debugging

Headword:
καῦσος
Headword (normalized):
καῦσος
Headword (normalized/stripped):
καυσος
IDX:
22260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22261
Key:
καῦσος

Data

{'headword_display': '<b>καῦσος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καῦσος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>burning fever</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καῦσος'}