Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατωφερής
καυάξαις
καύης
Καύκασος
καυλός
καῦμα
καυματίζομαι
καυνάκης
Καῦνος
καυσίᾱ
καύσιμος
καῦσις
καῦσος
καύστειρα
καυστός
Καΰστριος
καύσω
καύσων
καυτήρ
καυτός
καυχάομαι
View word page
καύσιμος
καύσιμοςονadjκαίω of thingscombustible, inflammablePl. X.

ShortDef

fit for burning, combustible

Debugging

Headword:
καύσιμος
Headword (normalized):
καύσιμος
Headword (normalized/stripped):
καυσιμος
IDX:
22258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22259
Key:
καύσιμος

Data

{'headword_display': '<b>καύσιμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καύσιμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καίω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of things</Indic><Tr>combustible, inflammable</Tr><Au>Pl. X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καύσιμος'}