Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατῶρυξ
κατώτατα
κατώτερος
κατωφαγᾶς
κατωφερής
καυάξαις
καύης
Καύκασος
καυλός
καῦμα
καυματίζομαι
καυνάκης
Καῦνος
καυσίᾱ
καύσιμος
καῦσις
καῦσος
καύστειρα
καυστός
Καΰστριος
καύσω
View word page
καυματίζομαι
καυματίζομαιpass.vb of plantsbe scorched by the sunNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καυματίζομαι
Headword (normalized):
καυματίζομαι
Headword (normalized/stripped):
καυματιζομαι
IDX:
22254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22255
Key:
καυματίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>καυματίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>καυματίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of plants</Indic><Tr>be scorched by the sun</Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καυματίζομαι'}