Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
κατωμαδόν
κατωμοσίη
κατωμόχᾱνος
κατωνάκη
κατωνόσθην
κατῶρυξ
κατώτατα
κατώτερος
κατωφαγᾶς
κατωφερής
καυάξαις
καύης
Καύκασος
καυλός
καῦμα
καυματίζομαι
καυνάκης
Καῦνος
καυσίᾱ
καύσιμος
καῦσις
View word page
καυάξαις
καυάξαις
ep.2sg.aor.opt.
καυάξαντες
ep.masc.pl.aor. ptcpl.
see
κατᾱ́γνῡμι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καυάξαις
Headword (normalized):
καυάξαις
Headword (normalized/stripped):
καυαξαις
IDX:
22249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22250
Key:
καυάξαις
Data
{'headword_display': '<b>καυάξαις</b>', 'content': '<XE><RefFm>καυάξαις<LblR>ep.2sg.aor.opt.</LblR></RefFm><RefFm>καυάξαντες<LblR>ep.masc.pl.aor. ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κατᾱ́γνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καυάξαις'}