Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀχθεινός
ἀχθηδών
ἄχθομαι
ἄχθος
ἀχθοφορέω
ἀχθοφόρος
ἇχι
Ἀχιλλεύς
ἀχίτων
ἀχλαινίᾱ
ἄχλαινος
ἄχλοος
ἀχλυόεις
ἀχλύς
ἀχλύω
ἄχματα
ἄχνη
ἄχνυμαι
ἄχολος
ἄχομαι
ἄχορδος
View word page
ἄ-χλαινος
χλαινοςονadjχλαῖνα without a cloakSimon. Call.

ShortDef

without cloak

Debugging

Headword:
ἄχλαινος
Headword (normalized):
ἄχλαινος
Headword (normalized/stripped):
αχλαινος
IDX:
2224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2225
Key:
ἄχλαινος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-χλαινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ<hyph/>χλαινος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χλαῖνα</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>without a cloak</Tr><Au>Simon. Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄχλαινος'}