Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καττῡ́ω
καττῶ
κατυβρίζω
κάτω
κάτωθεν
κατωθέω
κατωκάρᾱ
κατωμάδιος
κατωμαδόν
κατωμοσίη
κατωμόχᾱνος
κατωνάκη
κατωνόσθην
κατῶρυξ
κατώτατα
κατώτερος
κατωφαγᾶς
κατωφερής
καυάξαις
καύης
Καύκασος
View word page
κατ-ωμόχᾱνος
κατωμόχᾱνοςονadjὦμοςχάσκω of a mangaping all the way to the shouldersfr. stupidity, or perh. sodomyHippon.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατωμόχᾱνος
Headword (normalized):
κατωμόχᾱνος
Headword (normalized/stripped):
κατωμοχανος
IDX:
22241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22242
Key:
κατωμόχᾱνος

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ωμόχᾱνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατ<hyph/>ωμόχᾱνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὦμος</Ref><Ref>χάσκω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a man</Indic><Tr>gaping all the way to the shoulders<Expl>fr. stupidity, or perh. sodomy</Expl></Tr><Au>Hippon.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατωμόχᾱνος'}