Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καττάνυσαν
καττίτερος
κάττῡμα
καττῡ́ω
καττῶ
κατυβρίζω
κάτω
κάτωθεν
κατωθέω
κατωκάρᾱ
κατωμάδιος
κατωμαδόν
κατωμοσίη
κατωμόχᾱνος
κατωνάκη
κατωνόσθην
κατῶρυξ
κατώτατα
κατώτερος
κατωφαγᾶς
κατωφερής
View word page
κατωμάδιος
κατωμάδιοςIon.η ονadjκατωμαδόν of a pouch, a keyhanging from the shoulderCall. Mosch.of a discusswung from the shoulderIl.

ShortDef

from the shoulder

Debugging

Headword:
κατωμάδιος
Headword (normalized):
κατωμάδιος
Headword (normalized/stripped):
κατωμαδιος
IDX:
22238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22239
Key:
κατωμάδιος

Data

{'headword_display': '<b>κατωμάδιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατωμάδιος</HL><Infl>ᾱ<VInfl><Lbl>Ion.</Lbl><FmInfl>η</FmInfl> </VInfl> ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κατωμαδόν</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a pouch, a key</Indic><Tr>hanging from the shoulder</Tr><Au>Call. Mosch.</Au></aS1><aS1><Indic>of a discus</Indic><Tr>swung from the shoulder</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατωμάδιος'}