Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατουρόω
κατοχεύς
κατοχή
κάτοχος
κατόψιος
κατοψοφαγέω
κάτροπτον
καττά
καττάνυσαν
καττίτερος
κάττῡμα
καττῡ́ω
καττῶ
κατυβρίζω
κάτω
κάτωθεν
κατωθέω
κατωκάρᾱ
κατωμάδιος
κατωμαδόν
κατωμοσίη
View word page
κάττῡμα
κάττῡμαατοςAtt.nκαττῡ́ω sole of a shoeAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάττῡμα
Headword (normalized):
κάττῡμα
Headword (normalized/stripped):
καττυμα
IDX:
22230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22231
Key:
κάττῡμα

Data

{'headword_display': '<b>κάττῡμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κάττῡμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>Att.n</PS><Ety><Ref>καττῡ́ω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>sole of a shoe</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κάττῡμα'}