Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατουρέω
κατουρίζω
κατουρόω
κατοχεύς
κατοχή
κάτοχος
κατόψιος
κατοψοφαγέω
κάτροπτον
καττά
καττάνυσαν
καττίτερος
κάττῡμα
καττῡ́ω
καττῶ
κατυβρίζω
κάτω
κάτωθεν
κατωθέω
κατωκάρᾱ
κατωμάδιος
View word page
καττάνυσαν
καττάνυσανep.3pl.aor.seeκατατανύω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καττάνυσαν
Headword (normalized):
καττάνυσαν
Headword (normalized/stripped):
καττανυσαν
IDX:
22228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22229
Key:
καττάνυσαν

Data

{'headword_display': '<b>καττάνυσαν</b>', 'content': '<XE><RefFm>καττάνυσαν<LblR>ep.3pl.aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κατατανύω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καττάνυσαν'}