Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατουδαῖος
κατουλάς
κατουρέω
κατουρίζω
κατουρόω
κατοχεύς
κατοχή
κάτοχος
κατόψιος
κατοψοφαγέω
κάτροπτον
καττά
καττάνυσαν
καττίτερος
κάττῡμα
καττῡ́ω
καττῶ
κατυβρίζω
κάτω
κάτωθεν
κατωθέω
View word page
κάτροπτον
κάτροπτονnseeκάτοπτρον

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάτροπτον
Headword (normalized):
κάτροπτον
Headword (normalized/stripped):
κατροπτον
IDX:
22226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22227
Key:
κάτροπτον

Data

{'headword_display': '<b>κάτροπτον</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κάτροπτον</HL><PS>n</PS></HG><XR>see<Ref>κάτοπτρον</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κάτροπτον'}