Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατορχέομαι
κατουδαῖος
κατουλάς
κατουρέω
κατουρίζω
κατουρόω
κατοχεύς
κατοχή
κάτοχος
κατόψιος
κατοψοφαγέω
κάτροπτον
καττά
καττάνυσαν
καττίτερος
κάττῡμα
καττῡ́ω
καττῶ
κατυβρίζω
κάτω
κάτωθεν
View word page
κατ-οψοφαγέω
κατοψοφαγέωcontr.vb pass.of moneybe used up on fine diningAeschin.

ShortDef

to spend in eating

Debugging

Headword:
κατοψοφαγέω
Headword (normalized):
κατοψοφαγέω
Headword (normalized/stripped):
κατοψοφαγεω
IDX:
22225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22226
Key:
κατοψοφαγέω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-οψοφαγέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>οψοφαγέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of money</Indic><Def>be used up on fine dining</Def><Au>Aeschin.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'κατοψοφαγέω'}