Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατορούω
κατορρωδέω
κατορύσσω
κατορχέομαι
κατουδαῖος
κατουλάς
κατουρέω
κατουρίζω
κατουρόω
κατοχεύς
κατοχή
κάτοχος
κατόψιος
κατοψοφαγέω
κάτροπτον
καττά
καττάνυσαν
καττίτερος
κάττῡμα
καττῡ́ω
καττῶ
View word page
κατοχή
κατοχήῆςfκατέχω restrictionconfinementof a person, to a particular placeHdt.possessionof a person by a god, in a mystic ritePlu.

ShortDef

a holding fast, detention

Debugging

Headword:
κατοχή
Headword (normalized):
κατοχή
Headword (normalized/stripped):
κατοχη
IDX:
22222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22223
Key:
κατοχή

Data

{'headword_display': '<b>κατοχή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατοχή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>κατέχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>restriction</Def><Tr>confinement<Expl>of a person, to a particular place</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></nS1><nS1><Tr>possession<Expl>of a person by a god, in a mystic rite</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατοχή'}