Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορύσσω
κατορχέομαι
κατουδαῖος
κατουλάς
κατουρέω
κατουρίζω
κατουρόω
κατοχεύς
κατοχή
κάτοχος
κατόψιος
κατοψοφαγέω
κάτροπτον
καττά
καττάνυσαν
καττίτερος
κάττῡμα
καττῡ́ω
View word page
κατ-οχεύς
κατοχεύςῆοςep.m that which holds backboltof a doorCall.

ShortDef

holder, support

Debugging

Headword:
κατοχεύς
Headword (normalized):
κατοχεύς
Headword (normalized/stripped):
κατοχευς
IDX:
22221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22222
Key:
κατοχεύς

Data

{'headword_display': '<b>κατ-οχεύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατ<hyph/>οχεύς</HL><Infl>ῆος</Infl><PS>ep.m</PS></HG> <nS1><Def>that which holds back</Def><nS2><Tr>bolt<Expl>of a door</Expl></Tr><Au>Call.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'κατοχεύς'}