Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορύσσω
κατορχέομαι
κατουδαῖος
κατουλάς
κατουρέω
κατουρίζω
κατουρόω
κατοχεύς
κατοχή
κάτοχος
κατόψιος
κατοψοφαγέω
κάτροπτον
καττά
καττάνυσαν
καττίτερος
View word page
κατ-ουρίζω
κατουρίζωvb conveyto a destinationwith a fair windof a prophecybring to fulfilmenteventsS.or perh. intr., of events, come to fulfilment

ShortDef

to bring into port with a fair wind

Debugging

Headword:
κατουρίζω
Headword (normalized):
κατουρίζω
Headword (normalized/stripped):
κατουριζω
IDX:
22219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22220
Key:
κατουρίζω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ουρίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ουρίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Def>convey<Prnth>to a destination</Prnth>with a fair wind</Def><vS2><Indic>of a prophecy</Indic><Tr>bring to fulfilment</Tr><Obj>events<Au>S.</Au></Obj><Extra>or perh. intr., of events, <ital>come to fulfilment</ital></Extra></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'κατουρίζω'}