Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορύσσω
κατορχέομαι
κατουδαῖος
κατουλάς
κατουρέω
κατουρίζω
κατουρόω
κατοχεύς
κατοχή
κάτοχος
κατόψιος
κατοψοφαγέω
κάτροπτον
καττά
καττάνυσαν
View word page
κατ-ουρέω
κατουρέωcontr.vb fig.piss onw.gen.a personi.e. treat him w. contemptAr.

ShortDef

urinate (down on)

Debugging

Headword:
κατουρέω
Headword (normalized):
κατουρέω
Headword (normalized/stripped):
κατουρεω
IDX:
22218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22219
Key:
κατουρέω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ουρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ουρέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>fig.</Indic><Tr>piss on</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>a person<Expl>i.e. treat him w. contempt</Expl><Au>Ar.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'κατουρέω'}