Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατοργιάζω
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορύσσω
κατορχέομαι
κατουδαῖος
κατουλάς
κατουρέω
κατουρίζω
κατουρόω
κατοχεύς
κατοχή
κάτοχος
κατόψιος
κατοψοφαγέω
κάτροπτον
καττά
View word page
κατ-ουλάς
κατουλάςάδοςfem.adjreltd.κατειλέω2 of a pitch-black nightall-enveloping, shroudingAR.

ShortDef

shrouding

Debugging

Headword:
κατουλάς
Headword (normalized):
κατουλάς
Headword (normalized/stripped):
κατουλας
IDX:
22217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22218
Key:
κατουλάς

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ουλάς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατ<hyph/>ουλάς</HL><Infl>άδος</Infl><PS>fem.adj</PS><Ety>reltd.<Ref>κατειλέω<Hm>2</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a pitch-black night</Indic><Tr>all-enveloping, shrouding</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατουλάς'}