Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάτοπτρον
κατοράω
κατοργιάζω
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορύσσω
κατορχέομαι
κατουδαῖος
κατουλάς
κατουρέω
κατουρίζω
κατουρόω
κατοχεύς
κατοχή
κάτοχος
κατόψιος
κατοψοφαγέω
View word page
κατ-ορχέομαι
κατορχέομαιmid.contr.vb tauntw.acc.an enemywith a mocking danceHdt. Plu.

ShortDef

to dance in triumph over, treat despitefully

Debugging

Headword:
κατορχέομαι
Headword (normalized):
κατορχέομαι
Headword (normalized/stripped):
κατορχεομαι
IDX:
22215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22216
Key:
κατορχέομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ορχέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ορχέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>taunt<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>an enemy</Prnth>with a mocking dance</Tr><Au>Hdt. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κατορχέομαι'}