Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατοπτήρ
κατόπτης
κάτοπτος
κάτοπτρον
κατοράω
κατοργιάζω
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορύσσω
κατορχέομαι
κατουδαῖος
κατουλάς
κατουρέω
κατουρίζω
κατουρόω
κατοχεύς
κατοχή
View word page
κατ-ορούω
κατορούωvb of a god, a horsemanrushleap downw.prep.phr.fr. or into a placehHom. X.

ShortDef

to rush downwards

Debugging

Headword:
κατορούω
Headword (normalized):
κατορούω
Headword (normalized/stripped):
κατορουω
IDX:
22212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22213
Key:
κατορούω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ορούω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ορούω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a god, a horseman</Indic><Tr>rush<or/>leap down</Tr><Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>fr. or into a place<Au>hHom. X.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'κατορούω'}