Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατοπτεύω
κατοπτήρ
κατόπτης
κάτοπτος
κάτοπτρον
κατοράω
κατοργιάζω
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορύσσω
κατορχέομαι
κατουδαῖος
κατουλάς
κατουρέω
κατουρίζω
κατουρόω
κατοχεύς
View word page
κατορθωτικός
κατορθωτικόςή όνadj of good menliable to do wellArist.of a commandersuccessfulin battlesPlu.

ShortDef

likely or able to succeed

Debugging

Headword:
κατορθωτικός
Headword (normalized):
κατορθωτικός
Headword (normalized/stripped):
κατορθωτικος
IDX:
22211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22212
Key:
κατορθωτικός

Data

{'headword_display': '<b>κατορθωτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατορθωτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of good men</Indic><Tr>liable to do well</Tr><Au>Arist.</Au><aS2><Indic>of a commander</Indic><Tr>successful<Expl>in battles</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'κατορθωτικός'}