Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατοπτέον
κατοπτεύω
κατοπτήρ
κατόπτης
κάτοπτος
κάτοπτρον
κατοράω
κατοργιάζω
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορύσσω
κατορχέομαι
κατουδαῖος
κατουλάς
κατουρέω
κατουρίζω
κατουρόω
View word page
κατόρθωσις
κατόρθωσιςεωςf restorationof political order in a cityPlb. improvementof a situationPlb. successesp. in battleAeschin. Arist. Plb. Plu.

ShortDef

a setting straight: successful accomplishment

Debugging

Headword:
κατόρθωσις
Headword (normalized):
κατόρθωσις
Headword (normalized/stripped):
κατορθωσις
IDX:
22210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22211
Key:
κατόρθωσις

Data

{'headword_display': '<b>κατόρθωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατόρθωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>restoration<Expl>of political order in a city</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1> <nS1><Tr>improvement<Expl>of a situation</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1> <nS1><Tr>success<Expl>esp. in battle</Expl></Tr><Au>Aeschin. Arist. Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατόρθωσις'}