Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατόπισθε(ν)
κατοπτέον
κατοπτεύω
κατοπτήρ
κατόπτης
κάτοπτος
κάτοπτρον
κατοράω
κατοργιάζω
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορύσσω
κατορχέομαι
κατουδαῖος
κατουλάς
κατουρέω
κατουρίζω
View word page
κατόρθωμα
κατόρθωμαατοςn successref. to a particular achievementPlb. Plu.specif.victoryin a battle or warPlb. Plu.

ShortDef

success

Debugging

Headword:
κατόρθωμα
Headword (normalized):
κατόρθωμα
Headword (normalized/stripped):
κατορθωμα
IDX:
22209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22210
Key:
κατόρθωμα

Data

{'headword_display': '<b>κατόρθωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατόρθωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>success<Expl>ref. to a particular achievement</Expl></Tr><Au>Plb. Plu.</Au><nS2><Indic>specif.</Indic><Tr>victory<Expl>in a battle or war</Expl></Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'κατόρθωμα'}