Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθε(ν)
κατοπτέον
κατοπτεύω
κατοπτήρ
κατόπτης
κάτοπτος
κάτοπτρον
κατοράω
κατοργιάζω
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορύσσω
κατορχέομαι
κατουδαῖος
κατουλάς
View word page
κατ-οργιάζω
κατοργιάζωvb initiatea cityinto religious observancesPlu.

ShortDef

to initiate in orgies

Debugging

Headword:
κατοργιάζω
Headword (normalized):
κατοργιάζω
Headword (normalized/stripped):
κατοργιαζω
IDX:
22207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22208
Key:
κατοργιάζω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-οργιάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>οργιάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>initiate</Tr><Obj>a city<Expl>into religious observances</Expl><Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατοργιάζω'}