Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατονομάζω
κατόνομαι
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθε(ν)
κατοπτέον
κατοπτεύω
κατοπτήρ
κατόπτης
κάτοπτος
κάτοπτρον
κατοράω
κατοργιάζω
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτικός
κατορούω
κατορρωδέω
κατορύσσω
View word page
κάτοπτος
κάτοπτοςονadj of places, thingsvisibleTh. Lys.of a headlandlooking downover a gulfA.

ShortDef

to be seen, visible
dried-up

Debugging

Headword:
κάτοπτος
Headword (normalized):
κάτοπτος
Headword (normalized/stripped):
κατοπτος
IDX:
22204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22205
Key:
κάτοπτος

Data

{'headword_display': '<b>κάτοπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κάτοπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of places, things</Indic><Tr>visible</Tr><Au>Th. Lys.</Au></aS1><aS1><Indic>of a headland</Indic><Tr>looking down<Expl>over a gulf</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κάτοπτος'}