Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατόμνῡμι
κατονίνημι
κατονομάζω
κατόνομαι
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθε(ν)
κατοπτέον
κατοπτεύω
κατοπτήρ
κατόπτης
κάτοπτος
κάτοπτρον
κατοράω
κατοργιάζω
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
κατορθωτικός
κατορούω
View word page
κατοπτήρ
κατοπτήρῆροςmκαθοράω scout, spyin an armyA.

ShortDef

spy, scout

Debugging

Headword:
κατοπτήρ
Headword (normalized):
κατοπτήρ
Headword (normalized/stripped):
κατοπτηρ
IDX:
22202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22203
Key:
κατοπτήρ

Data

{'headword_display': '<b>κατοπτήρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατοπτήρ</HL><Infl>ῆρος</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>καθοράω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>scout, spy<Expl>in an army</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατοπτήρ'}