Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατολολύζω
κατολοφῡ́ρομαι
κατόμνῡμι
κατονίνημι
κατονομάζω
κατόνομαι
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθε(ν)
κατοπτέον
κατοπτεύω
κατοπτήρ
κατόπτης
κάτοπτος
κάτοπτρον
κατοράω
κατοργιάζω
κατορθόω
κατόρθωμα
κατόρθωσις
View word page
κατοπτέον
κατοπτέονneut.impers.vbl.adj.seeκαθοράω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατοπτέον
Headword (normalized):
κατοπτέον
Headword (normalized/stripped):
κατοπτεον
IDX:
22200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22201
Key:
κατοπτέον

Data

{'headword_display': '<b>κατοπτέον</b>', 'content': '<XE><RefFm>κατοπτέον<LblR>neut.impers.vbl.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>καθοράω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατοπτέον'}