Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποπλίσσομαι
ἀπόπλοος
ἀποπλῡ́νω
ἀποπνέω
ἀποπνῑ́γω
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπομπή
ἀποπονέω
ἀποπορεύομαι
ἀποπρᾱῡ́νω
ἀποπρεσβείᾱ
ἀποπρεσβεύω
ἀποπρίασθαι
ἀποπρῑ́ω
ἄποπρο
ἀποπροαιρέω
ἀποπροβάλλω
ἀποπροέηκε
ἀπόπροθεν
ἀπόπροθι
View word page
ἀπο-πρᾱῡ́νω
ἀποπρᾱῡ́νωvb of officialssoothe awaydisturbancesPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποπρᾱῡ́νω
Headword (normalized):
ἀποπρᾱῡ́νω
Headword (normalized/stripped):
αποπραυνω
IDX:
221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-222
Key:
ἀποπρᾱῡ́νω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-πρᾱῡ́νω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>πρᾱῡ́νω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of officials</Indic><Tr>soothe away</Tr><Obj>disturbances<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποπρᾱῡ́νω'}