Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατολιγωρέω
κατολισθάνω
κατόλλῡμι
κατολολύζω
κατολοφῡ́ρομαι
κατόμνῡμι
κατονίνημι
κατονομάζω
κατόνομαι
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθε(ν)
κατοπτέον
κατοπτεύω
κατοπτήρ
κατόπτης
κάτοπτος
κάτοπτρον
κατοράω
κατοργιάζω
View word page
κατ-οπάζω
κατοπάζωvb of shamelessnessdrive awaydecencyHes.

ShortDef

to follow hard upon

Debugging

Headword:
κατοπάζω
Headword (normalized):
κατοπάζω
Headword (normalized/stripped):
κατοπαζω
IDX:
22197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22198
Key:
κατοπάζω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-οπάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>οπάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of shamelessness</Indic><Tr>drive away</Tr><Obj>decency<Au>Hes.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατοπάζω'}