Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
κατολισθάνω
κατόλλῡμι
κατολολύζω
κατολοφῡ́ρομαι
κατόμνῡμι
κατονίνημι
κατονομάζω
κατόνομαι
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθε(ν)
κατοπτέον
κατοπτεύω
κατοπτήρ
κατόπτης
κάτοπτος
κάτοπτρον
κατοράω
View word page
κάτ-οξυς
κάτοξυςεια υadjὀξύς very sharpof shoutingshrill, stridentAr.

ShortDef

very sharp, piercing

Debugging

Headword:
κάτοξυς
Headword (normalized):
κάτοξυς
Headword (normalized/stripped):
κατοξυς
IDX:
22196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22197
Key:
κάτοξυς

Data

{'headword_display': '<b>κάτ-οξυς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κάτ<hyph/>οξυς</HL><Infl>εια υ</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὀξύς</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>very sharp</Def><aS2><Indic>of shouting</Indic><Tr>shrill, strident</Tr><Au>Ar.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'κάτοξυς'}