Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
κατολισθάνω
κατόλλῡμι
κατολολύζω
κατολοφῡ́ρομαι
κατόμνῡμι
κατονίνημι
κατονομάζω
κατόνομαι
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθε(ν)
κατοπτέον
κατοπτεύω
κατοπτήρ
κατόπτης
κάτοπτος
κάτοπτρον
View word page
κατ-όνομαι
κατόνομαιmid.vbaor.pass.w.mid.sens.
κατωνόσθην
regard or treat with disrespectdenigratesomeone or sthg.Hdt.

ShortDef

to censure bitterly, depreciate, abuse

Debugging

Headword:
κατόνομαι
Headword (normalized):
κατόνομαι
Headword (normalized/stripped):
κατονομαι
IDX:
22195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22196
Key:
κατόνομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατ-όνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>όνομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.pass.<Expl>w.mid.sens.</Expl></Lbl><Form>κατωνόσθην</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Def>regard or treat with disrespect</Def><Tr>denigrate</Tr><Obj>someone or sthg.<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατόνομαι'}