Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατοίχομαι
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
κατολισθάνω
κατόλλῡμι
κατολολύζω
κατολοφῡ́ρομαι
κατόμνῡμι
κατονίνημι
κατονομάζω
κατόνομαι
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθε(ν)
κατοπτέον
κατοπτεύω
κατοπτήρ
κατόπτης
View word page
κατ-ονίνημι
κατονίνημιvb2sg.aor.mid.opt.
κατόναιο
mid.w. sexual connot.obtain gratificationw.gen.for oneselfAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατονίνημι
Headword (normalized):
κατονίνημι
Headword (normalized/stripped):
κατονινημι
IDX:
22193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22194
Key:
κατονίνημι

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ονίνημι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ονίνημι</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>2sg.aor.mid.opt.</Lbl><Form>κατόναιο</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Indic>w. sexual connot.</Indic><Tr>obtain gratification</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>for oneself<Au>Ar.</Au></Cmpl></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'κατονίνημι'}