Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατοινόομαι
κάτοινος
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
κατολισθάνω
κατόλλῡμι
κατολολύζω
κατολοφῡ́ρομαι
κατόμνῡμι
κατονίνημι
κατονομάζω
κατόνομαι
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθε(ν)
κατοπτέον
View word page
κατ-ολολύζω
κατολολύζωvb of Conflictutter a shrill cry of triumphw.gen.over a victimA.

ShortDef

to shriek over

Debugging

Headword:
κατολολύζω
Headword (normalized):
κατολολύζω
Headword (normalized/stripped):
κατολολυζω
IDX:
22190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22191
Key:
κατολολύζω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ολολύζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ολολύζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of Conflict</Indic><Tr>utter a shrill cry of triumph</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>over a victim<Au>A.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'κατολολύζω'}