Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
κατολισθάνω
κατόλλῡμι
κατολολύζω
κατολοφῡ́ρομαι
κατόμνῡμι
κατονίνημι
κατονομάζω
κατόνομαι
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
κατόπισθε(ν)
View word page
κατ-όλλῡμι
κατόλλῡμιvb of enemy shipsdestroyyoung menTim.tm.pf.of a nation's youthhave perishedA.tm.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατόλλῡμι
Headword (normalized):
κατόλλῡμι
Headword (normalized/stripped):
κατολλυμι
IDX:
22189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22190
Key:
κατόλλῡμι

Data

{'headword_display': '<b>κατ-όλλῡμι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>όλλῡμι</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of enemy ships</Indic><Tr>destroy</Tr><Obj>young men<Au>Tim.<LblR>tm.</LblR></Au></Obj><vSGrm><GLbl>pf.</GLbl><Indic>of a nation's youth</Indic><Def>have perished</Def><Au>A.<LblR>tm.</LblR></Au></vSGrm> </vS1> </VE>", 'key': 'κατόλλῡμι'}