Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
κατολισθάνω
κατόλλῡμι
κατολολύζω
κατολοφῡ́ρομαι
κατόμνῡμι
κατονίνημι
κατονομάζω
κατόνομαι
κάτοξυς
κατοπάζω
κατόπιν
View word page
κατ-ολισθάνω
κατολισθάνωvbep.aor.2
κατόλισθον
of a ship, being launchedslide downw. ἔσω + gen.into the seaAR.

ShortDef

to slip

Debugging

Headword:
κατολισθάνω
Headword (normalized):
κατολισθάνω
Headword (normalized/stripped):
κατολισθανω
IDX:
22188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22189
Key:
κατολισθάνω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ολισθάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ολισθάνω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.aor.2</Lbl><Form>κατόλισθον</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>of a ship, being launched</Indic><Tr>slide down</Tr><Cmpl><GLbl>w. <Ref>ἔσω</Ref> + gen.</GLbl>into the sea<Au>AR.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'κατολισθάνω'}