Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
κατολισθάνω
κατόλλῡμι
κατολολύζω
κατολοφῡ́ρομαι
κατόμνῡμι
κατονίνημι
κατονομάζω
κατόνομαι
κάτοξυς
κατοπάζω
View word page
κατ-ολιγωρέω
κατολιγωρέωcontr.vb be utterly neglectfulPlb.w.gen.of someone or sthg.Lys. Plb.

ShortDef

neglect utterly

Debugging

Headword:
κατολιγωρέω
Headword (normalized):
κατολιγωρέω
Headword (normalized/stripped):
κατολιγωρεω
IDX:
22187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22188
Key:
κατολιγωρέω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ολιγωρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ολιγωρέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be utterly neglectful</Tr><Au>Plb.</Au><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>of someone or sthg.<Au>Lys. Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'κατολιγωρέω'}