Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατοικτῑ́ρω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
κατολισθάνω
κατόλλῡμι
κατολολύζω
κατολοφῡ́ρομαι
κατόμνῡμι
κατονίνημι
κατονομάζω
κατόνομαι
κάτοξυς
View word page
κατοκώχιμος
κατοκώχιμοςη ονadj leg., of a plot of landheld backheld as a securityIs.of personsliable to be captivated or held in thrallsusceptiblew.prep.phr.to influences, activitiesArist.

ShortDef

capable of being possessed

Debugging

Headword:
κατοκώχιμος
Headword (normalized):
κατοκώχιμος
Headword (normalized/stripped):
κατοκωχιμος
IDX:
22186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22187
Key:
κατοκώχιμος

Data

{'headword_display': '<b>κατοκώχιμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατοκώχιμος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>leg., of a plot of land</Indic><Def>held back</Def><Tr>held as a security</Tr><Au>Is.</Au></aS1><aS1><Indic>of persons</Indic><Def>liable to be captivated or held in thrall</Def><Tr>susceptible<Expl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>to influences, activities</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατοκώχιμος'}