Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτίζω
κατοικτῑ́ρω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
κατολισθάνω
κατόλλῡμι
κατολολύζω
κατολοφῡ́ρομαι
κατόμνῡμι
κατονίνημι
View word page
κατ-οίχομαι
κατοίχομαιmid.vb of personsbe departedi.e. deadD. Plu.oracle

ShortDef

to have gone down

Debugging

Headword:
κατοίχομαι
Headword (normalized):
κατοίχομαι
Headword (normalized/stripped):
κατοιχομαι
IDX:
22183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22184
Key:
κατοίχομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατ-οίχομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>οίχομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of persons</Indic><Tr>be departed<Expl>i.e. dead</Expl></Tr><Au>D. Plu.<LblR>oracle</LblR></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κατοίχομαι'}