Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατοικισμός
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτίζω
κατοικτῑ́ρω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
κατολισθάνω
κατόλλῡμι
κατολολύζω
View word page
κατοινόομαι
κατοινόομαιpass.contr.vbκάτοινος pf.be drunk, be intoxicatedPl.

ShortDef

to be drunken

Debugging

Headword:
κατοινόομαι
Headword (normalized):
κατοινόομαι
Headword (normalized/stripped):
κατοινοομαι
IDX:
22180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22181
Key:
κατοινόομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατοινόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατοινόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>κάτοινος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <vSGrm><GLbl>pf.</GLbl><Def>be drunk, be intoxicated</Def><Au>Pl.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'κατοινόομαι'}