Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατοίκισις
κατοικισμός
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτίζω
κατοικτῑ́ρω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
κατολισθάνω
κατόλλῡμι
View word page
κατ-οιμώζω
κατοιμώζωvb lament over, mourna dead personE.weep foroneselfover a missed opportunityPlb.

ShortDef

to bewail, lament

Debugging

Headword:
κατοιμώζω
Headword (normalized):
κατοιμώζω
Headword (normalized/stripped):
κατοιμωζω
IDX:
22179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22180
Key:
κατοιμώζω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-οιμώζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>οιμώζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>lament over, mourn</Tr><Obj>a dead person<Au>E.</Au></Obj><vS2><Tr>weep for</Tr><Obj>oneself<Expl>over a missed opportunity</Expl><Au>Plb.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'κατοιμώζω'}