Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατοικίᾱ
κατοικίζω
κατοίκισις
κατοικισμός
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτίζω
κατοικτῑ́ρω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
κατολιγωρέω
View word page
κατοίκτισις
κατοίκτισιςεωςfκατοικτίζω sympathyfor a person's sufferingcompassion, pityX.

ShortDef

compassion

Debugging

Headword:
κατοίκτισις
Headword (normalized):
κατοίκτισις
Headword (normalized/stripped):
κατοικτισις
IDX:
22177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22178
Key:
κατοίκτισις

Data

{'headword_display': '<b>κατοίκτισις</b>', 'content': "<NE><HG><HL>κατοίκτισις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>κατοικτίζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>sympathy<Expl>for a person's suffering</Expl></Def><Tr>compassion, pity</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>", 'key': 'κατοίκτισις'}