Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατοίκησις
κατοικίᾱ
κατοικίζω
κατοίκισις
κατοικισμός
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτίζω
κατοικτῑ́ρω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοκνέω
κατοκωχή
κατοκώχιμος
View word page
κατ-οικτῑ́ρω
κατοικτῑ́ρωalso writtenκατοικτείρωvb feel pity for, take pity ona person, an animalHdt. S. E. Ar. X. Arist. intr.feel pityfor someoneHdt. E.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατοικτῑ́ρω
Headword (normalized):
κατοικτῑ́ρω
Headword (normalized/stripped):
κατοικτιρω
IDX:
22176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22177
Key:
κατοικτῑ́ρω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-οικτῑ́ρω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>οικτῑ́ρω<VL><Lbl>also written</Lbl><FmHL>κατοικτείρω</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>feel pity for, take pity on</Tr><Obj>a person, an animal<Au>Hdt. S. E. Ar. X. Arist.</Au></Obj> <vS2><Indic>intr.</Indic><Tr>feel pity<Expl>for someone</Expl></Tr><Au>Hdt. E.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'κατοικτῑ́ρω'}