Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάτοιδα
κατοικέω
κατοίκησις
κατοικίᾱ
κατοικίζω
κατοίκισις
κατοικισμός
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτίζω
κατοικτῑ́ρω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοιχνέω
κατοίχομαι
κατοκνέω
View word page
κατ-οικοφθορέω
κατοικοφθορέωcontr.vb of expensive military activitiescompletely use up the resources ofbankrupta cityPlu.

ShortDef

to ruin utterly

Debugging

Headword:
κατοικοφθορέω
Headword (normalized):
κατοικοφθορέω
Headword (normalized/stripped):
κατοικοφθορεω
IDX:
22174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22175
Key:
κατοικοφθορέω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-οικοφθορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>οικοφθορέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of expensive military activities</Indic><Def>completely use up the resources of</Def><Tr>bankrupt</Tr><Obj>a city<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατοικοφθορέω'}