Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάτοδος
κάτοιδα
κατοικέω
κατοίκησις
κατοικίᾱ
κατοικίζω
κατοίκισις
κατοικισμός
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτίζω
κατοικτῑ́ρω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοιχνέω
κατοίχομαι
View word page
κάτ-οικος
κάτοικοςουmοἶκος colonist, settlerin EgyptPlb.

ShortDef

a settler

Debugging

Headword:
κάτοικος
Headword (normalized):
κάτοικος
Headword (normalized/stripped):
κατοικος
IDX:
22173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22174
Key:
κάτοικος

Data

{'headword_display': '<b>κάτ-οικος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κάτ<hyph/>οικος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>οἶκος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>colonist, settler<Expl>in Egypt</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κάτοικος'}