Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατίσχω
κάτοδος
κάτοιδα
κατοικέω
κατοίκησις
κατοικίᾱ
κατοικίζω
κατοίκισις
κατοικισμός
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτίζω
κατοικτῑ́ρω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
κατοιχνέω
View word page
κατ-οικονομέω
κατοικονομέωcontr.vb successfully deal withtake care ofa piece of businessPlu.

ShortDef

to manage well

Debugging

Headword:
κατοικονομέω
Headword (normalized):
κατοικονομέω
Headword (normalized/stripped):
κατοικονομεω
IDX:
22172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22173
Key:
κατοικονομέω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-οικονομέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>οικονομέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Def>successfully deal with</Def><Tr>take care of</Tr><Obj>a piece of business<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατοικονομέω'}