Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατισχῡ́ω
κατίσχω
κάτοδος
κάτοιδα
κατοικέω
κατοίκησις
κατοικίᾱ
κατοικίζω
κατοίκισις
κατοικισμός
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτίζω
κατοικτῑ́ρω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
κατοινόομαι
κάτοινος
View word page
κατ-οικοδομέω
κατοικοδομέωcontr.vb put up buildingsPlu.tr.put up buildings onbuild onroads, public landX. Arist. app.trap inside a building, imprisona personIs.

ShortDef

to build upon

Debugging

Headword:
κατοικοδομέω
Headword (normalized):
κατοικοδομέω
Headword (normalized/stripped):
κατοικοδομεω
IDX:
22171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22172
Key:
κατοικοδομέω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-οικοδομέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>οικοδομέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>put up buildings</Tr><Au>Plu.</Au><vS2><Indic>tr.</Indic><Def>put up buildings on</Def><Tr>build on</Tr><Obj>roads, public land<Au>X. Arist.</Au></Obj></vS2> </vS1> <vS1><Qualif>app.</Qualif><Tr>trap inside a building, imprison</Tr><Obj>a person<Au>Is.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατοικοδομέω'}