Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατισχναίνω
κάτισχνος
κατισχῡ́ω
κατίσχω
κάτοδος
κάτοιδα
κατοικέω
κατοίκησις
κατοικίᾱ
κατοικίζω
κατοίκισις
κατοικισμός
κατοικοδομέω
κατοικονομέω
κάτοικος
κατοικοφθορέω
κατοικτίζω
κατοικτῑ́ρω
κατοίκτισις
κάτοικτος
κατοιμώζω
View word page
κατοίκισις
κατοίκισιςεωςf settlingof a regionPl.foundingof a cityPl. re-establishment, restorationof a city, a populationTh. D.concr.settlementref. to a colonyPl.

ShortDef

a planting with inhabitants, foundation of a state, colonisation

Debugging

Headword:
κατοίκισις
Headword (normalized):
κατοίκισις
Headword (normalized/stripped):
κατοικισις
IDX:
22169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22170
Key:
κατοίκισις

Data

{'headword_display': '<b>κατοίκισις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατοίκισις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>settling<Expl>of a region</Expl></Tr><Au>Pl.</Au><nS2><Tr>founding<Expl>of a city</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS2></nS1> <nS1><Tr>re-establishment, restoration<Expl>of a city, a population</Expl></Tr><Au>Th. D.</Au></nS1><nS1><Indic>concr.</Indic><Tr>settlement<Expl>ref. to a colony</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατοίκισις'}