Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατθάπτω
κατθέμεν
κατθναίσκω
κατιάπτω
κατίζω
κατίημι
κατῑθῡ́νω
κατικετεύω
κατικμαίνομαι
κατῑλύομαι
κατῑόομαι
κατιππάζομαι
κατῑρόω
κατῖσα
κατισδάνω
κατίστημι
κατισχάνω
κατισχναίνω
κάτισχνος
κατισχῡ́ω
κατίσχω
View word page
κατ-ῑόομαι
κατῑόομαιpass.contr.vbῑ̓ός3 of metalbe tarnishedNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατῑόομαι
Headword (normalized):
κατῑόομαι
Headword (normalized/stripped):
κατιοομαι
IDX:
22152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22153
Key:
κατῑόομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ῑόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ῑόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>ῑ̓ός<Hm>3</Hm></Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of metal</Indic><Tr>be tarnished</Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κατῑόομαι'}