Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατῆχε
κατηχέομαι
κατθάπτω
κατθέμεν
κατθναίσκω
κατιάπτω
κατίζω
κατίημι
κατῑθῡ́νω
κατικετεύω
κατικμαίνομαι
κατῑλύομαι
κατῑόομαι
κατιππάζομαι
κατῑρόω
κατῖσα
κατισδάνω
κατίστημι
κατισχάνω
κατισχναίνω
κάτισχνος
View word page
κατ-ικμαίνομαι
κατικμαίνομαιmid.vbaor.
κατῑκμηνάμην
drench oneselfw.dat.w. warm waterCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατικμαίνομαι
Headword (normalized):
κατικμαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
κατικμαινομαι
IDX:
22150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22151
Key:
κατικμαίνομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ικμαίνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ικμαίνομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.</Lbl><Form>κατῑκμηνάμην</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>drench oneself</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. warm water<Au>Call.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'κατικμαίνομαι'}