Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατηφών
κατῆχε
κατηχέομαι
κατθάπτω
κατθέμεν
κατθναίσκω
κατιάπτω
κατίζω
κατίημι
κατῑθῡ́νω
κατικετεύω
κατικμαίνομαι
κατῑλύομαι
κατῑόομαι
κατιππάζομαι
κατῑρόω
κατῖσα
κατισδάνω
κατίστημι
κατισχάνω
κατισχναίνω
View word page
κατικετεύω
κατικετεύωIon.vbseeκαθικετεύω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατικετεύω
Headword (normalized):
κατικετεύω
Headword (normalized/stripped):
κατικετευω
IDX:
22149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22150
Key:
κατικετεύω

Data

{'headword_display': '<b>κατικετεύω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κατικετεύω</HL><PS>Ion.vb</PS></HG><XR>see<Ref>καθικετεύω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατικετεύω'}