Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατήρης
κατήριπον
κατήρυγον
κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφιάω
κατηφών
κατῆχε
κατηχέομαι
κατθάπτω
κατθέμεν
κατθναίσκω
κατιάπτω
κατίζω
κατίημι
κατῑθῡ́νω
κατικετεύω
κατικμαίνομαι
κατῑλύομαι
κατῑόομαι
View word page
κατθάπτω
κατθάπτωep.vbseeκαταθάπτω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατθάπτω
Headword (normalized):
κατθάπτω
Headword (normalized/stripped):
κατθαπτω
IDX:
22142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22143
Key:
κατθάπτω

Data

{'headword_display': '<b>κατθάπτω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κατθάπτω</HL><PS>ep.vb</PS></HG><XR>see<Ref>καταθάπτω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατθάπτω'}