Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατήρης
κατήρης
κατήριπον
κατήρυγον
κατήφεια
κατηφέω
κατηφής
κατηφιάω
κατηφών
κατῆχε
κατηχέομαι
κατθάπτω
κατθέμεν
κατθναίσκω
κατιάπτω
κατίζω
κατίημι
κατῑθῡ́νω
κατικετεύω
κατικμαίνομαι
κατῑλύομαι
View word page
κατ-ηχέομαι
κατηχέομαιpass.contr.vb be informed, be toldsthg.w. περί + gen.about a person or topicNT.be instructedw.acc.in the path of the LordNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατηχέομαι
Headword (normalized):
κατηχέομαι
Headword (normalized/stripped):
κατηχεομαι
IDX:
22141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-22142
Key:
κατηχέομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ηχέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ηχέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be informed, be told<Expl>sthg.</Expl></Tr><Cmpl><GLbl>w. <Ref>περί</Ref> + gen.</GLbl>about a person or topic<Au>NT.</Au></Cmpl><vS2><Tr>be instructed</Tr><Obj><GLbl>w.acc.</GLbl>in the path of the Lord<Au>NT.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'κατηχέομαι'}